- κερτόμεος
- κερτόμεος, -ον (Α)δ. γρφ. αντί κερτόμιος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερτόμιος — και κερτόμεος, ον (Α) [κερτόμος] αυτός που κεντά την καρδιά, πειραχτικός, υβριστικός («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek